Τα παιχνίδια, όπως όλοι ξέρουμε, αλλάζουν με τον καιρό και τα χρόνια. Έτσι, φυσικό είναι ο παππούς και η γιαγιά μου να έπαιζαν διαφορετικά παιχνίδια απ’ ό,τι παίζω εγώ. Να μερικά απ’ αυτά:

Όνομα δεν είχε, αλλά ήταν ένα απ’ τα πιο γνωστά στο χωριό του παππού μου, στην Αετομηλίτσα Ιωαννίνων. 
          Σ’ αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά μπορούσαν να χωριστούν σε δύο ομάδες, αλλά μπορούσαν να παίξουν και μόνο δύο άτομα. Αρχικά, έπαιρνε ο ένας ένα μεγάλο ξύλο, και μ’ αυτό προσπαθούσε να μην αφήσει να πέσει στο έδαφος ένα άλλο μικρότερο, χτυπώντας το συνεχόμενα στον αέρα. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι ο ένας χτύπησε 5 φορές το ξύλο χωρίς να πέσει κάτω. Τότε, θα προσπαθούσε να ρίξει το μικρό αυτό ξύλο όσο πιο μακριά μπορούσε, με τη βοήθεια φυσικά του μεγάλου ξύλου (κι όχι με χέρια), 5 φορές. Έριχνε, ας πούμε, την πρώτη φορά, κι έφτανε το ξυλαράκι σ’ ένα κάποιο σημείο. Απ’ αυτό το σημείο θα έριχνε και πάλι το ξυλαράκι, και πάει λέγοντας, για τις επόμενες 5 φορές που είπαμε πρωτύτερα. Έτσι, έφτανε τελικά σε 25μ. απόσταση, για παράδειγμα. Από κείνο το σημείο λοιπόν, θα έκανε το ίδιο η άλλη ομάδα, ή ο άλλος παίχτης. Στόχος του θα ‘ταν το ξυλαράκι να ξεπεράσει το σημείο απ’ όπου άρχισε η άλλη ομάδα (ή ο άλλος παίχτης). Αν δεν έφτανε, θα έπρεπε ο παίχτης να κουβαλήσει τον αντίπαλο απ’ το σημείο που ‘χε μείνει ο ίδιος, στο σημείο εκκίνησης του αντιπάλου. Αν το ξύλο ξεπέρναγε εκείνο το σημείο, γινόταν το αντίθετο, Κι αν έφτανε ακριβώς στο ίδιο σημείο, πράμα απίθανο, τότε ήταν ισοπαλία.

 

          Ένα άλλο παιχνίδι, το οποίο δεν είχε ούτε αυτό όνομα παρόλο που θα μπορούσαμε με το παρομοιάσουμε με το χόκεϊ, απαιτούσε τη δημιουργία τόσων τρυπών στο έδαφος, όσοι θα ‘ταν οι παίχτες, πλην ένα, παρόλο που θα υπήρχε και μία τρύπα στο κέντρο του ‘γηπέδου’. Κάθε παίχτης κρατούσε από ένα μεγάλο ξύλο, και για την εκκίνηση, όλοι οι παίχτες απείχαν κάποια μέτρα απ’ τις τρύπες. Θα έπρεπε, για αρχή, να καταφέρουν ν’ ακουμπήσουν (να τοποθετήσουν) το ξύλο τους μέσα στην τρύπα που θα προλάβαιναν, εκτός της κεντρικής. Έτσι, ένας παίχτης θα ‘μενε χωρίς τρύπα. Αυτός, πήγαινε πιο μακριά απ’ τους άλλους παίχτες, και θα προσπαθούσε να βάλει ένα πράγμα σαν μπάλα του χόκεϊ (όχι στρογγυλό) σέρνοντάς το με το ξύλο του, μέσα στην κεντρική τρύπα. Όμως, οι άλλοι παίχτες θα τον εμπόδιζαν, πάλι με τα ξύλα τους. Αυτό όμως απαιτούσε την απομάκρυνσή τους από τις τρύπες τους. Κι έτσι, ο παίχτης που θα προσπαθούσε να βάλει την ‘μπάλα’ στην κεντρική τρύπα, θα μπορούσε να ‘κλέψει’ τη θέση του παίχτη, που θα προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Έτσι, ο άλλος παίχτης θα ‘μενε χωρίς τρύπα, κι έτσι αυτός θα προσπαθούσε να βάλει την ‘μπάλα’ στην κεντρική τρύπα και πάει λέγοντας. Το παιχνίδι έληγε όταν η ‘μπάλα’ έμπαινε στην κεντρική τρύπα και δε μπορούσε να υπάρξει συγκεκριμένος νικητής, αφού η ‘μπάλα’ άλλαζε συνέχεια χέρια.

          Κότσια: Υπήρχε επίσης κι ένα άλλο παιχνίδι, απ’ τα πιο γνωστά, πιστεύω, που ονομαζόταν ‘κότσια’. Το κυρίως αντικείμενο αυτού του παιχνιδιού ήταν το κόκαλο στο γόνατο που συνδέει τα δύο κόκαλα των πίσω ποδιών στα πρόβατα. Το κάθε παιδί είχε συνήθως καμιά εικοσαριά δικά του κότσια, κατά μέσο όρο. Σ’ έναν κύκλο λοιπόν, σχηματισμένο στο έδαφος, όχι μικρό, αλλά ούτε και τεράστιο, τοποθετούσαν οι δύο παίχτες τα κότσια τους στη σειρά (διάμετρο του κύκλου), δημιουργώντας ένα τείχος. Κάθε παίχτης, κρατούσε το γερό του κότσι εκτός του ‘τείχους’. Έτσι, μία ο ένας μία ο άλλος, ρίχνοντας το κότσι τους στο τείχος, προσπαθούσαν να βγάλουν έξω απ’ τον κύκλο όσα περισσότερα κότσια μπορούσαν, τα οποία μετά κράταγαν για τον εαυτό τους. Το παιχνίδι τελείωνε όταν όλα τα κότσια έβγαιναν απ’ τον κύκλο, και νικητής ήταν φυσικά αυτός που κατάφερνε να κερδίσει τα περισσότερα. 

          Ένα άλλο παιχνίδι ήταν η δημιουργία ενός αλόγου (ή κάρου) με 4 βέργες. Τα παιδιά κρέμαγαν πάνω διάφορα πράγματα, κι έκαναν ότι είναι άλογο ή κάρο που το έσερναν, προσπαθώντας να βάλουν πάνω του όσα πράγματα μπορούσαν.

 

Από την Ειρήνη Παππά, με τη βοήθεια του Χαράλαμπου Παππά

Επιστροφή        Επόμενη σελίδα