Λορέντζος Μαβίλης

 

(Ιθάκη  1860 – Δρίσκος Ηπείρου  1912).

 Ποιητής. Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης), από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε 11 χρόνια (1879-1890) στην Γερμανία σπουδάζοντας άτακτα φιλολογία και ζώντας την ανέμελη φοιτητική ζωή. Τύπος ενθουσιώδους πατριώτη, μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα έσπευσε να καταταγεί στρατιώτης και το 1896 μετέβη στην Κρήτη για να λάβει μέρος στην επανάσταση. Ο πόλεμος του1897 τον έφερε στην Ήπειρο, όπου οργάνωσε δικό του εθελοντικό σώμα. Το 1911, μέλος της αναθεωρητικής συνέλευσης, υπερασπίστηκε με πάθος την δημοτική γλώσσα στο ελληνικό κοινοβούλιο (δική του είναι η περίφημη  φράση:  «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει αλλά υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι».

 Στον πόλεμο του 1912 σε ηλικία 52 ετών πολέμησε στην Ήπειρο , επικεφαλής σώματος Γαριβαλδινών, με αλόγιστη τόλμη και σκοτώθηκε.

Μορφωμένος και πολύγλωσσος, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα γύρω στο 1885 με μεταφράσεις στο περιοδικό ΕΣΠΕΡΟΣ της Λειψίας ( την ίδια εποχή και στο ίδιο περιοδικό εμφανίστηκε, επίσης με μεταφράσεις, ο Καβάφης), αλλά  στράφηκε σταδιακά στην προσωπική δημιουργία με το σονέτο. Τα ποιήματά του τα παρουσίασε με μεγάλη φειδώ στα περιοδικά της εποχής ° συλλογή δεν τύπωσε ο ίδιος: την πρώτη έκδοση των απάντων του δημοσίευσαν το1915 ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης και η Ειρήνη Δενδρινού .

Μυημένος στα μυστικά της μουσικής (ο ίδιος έπαιζε πιάνο), μετέβαλε τα ποιήματα του σε μουσικά κομμάτια, εφαρμόζοντας αυστηρότατη ομοιοκαταληξία, εσωτερικές ομοηχίες ( «σ ‘ αντικρίζει» , «σ‘ αγγίζει» , «γέρικη – γέρνεις» ), με υπολογισμένη χρήση της συνίζησης με παρηχήσεις των συμφώνων. Η αυστηρή τεχνική επεξεργασίας των σονέτων του αφήνει κάποτε την εντύπωση μιας σκληράδας και έλλειψης ευλυγισίας. Ωστόσο, ένα αληθινό πάθος που υπάρχει πίσω από όλα αυτά, μεταβάλει τελικά τα ποιήματά του σε μαρτυρίες μιας γνήσιας ανθρώπινης αγωνίας, ενώ τα διαπερνά κάποιος καημός, που δεν δηλώνεται, υποδηλώνεται όμως ως ενδημική μελαγχολία.. Ονομαστά του σονέτα είναι τα: «Καλλιπάτειρα», «Ελιά», «Ευθανασία», «Πατρίδα», «Μούχρωμα» και πάνω απ όλα η «Λήθη». Λένε πως είπε πεθαίνοντας: «Πολλές τιμές περίμενα, μα όχι αυτή την υπέρτατη τιμή να πεθάνω για την πατρίδα μου». «Ο θάνατος του υπήρξε», όπως πολύ πετυχημένα ειπώθηκε, «ο ωραιότερος επίλογος λυρικού σονέτου της ζωής του».

ΛΗΘΗ

Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
Σ' της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

 

 

 Δημήτρης Πασάλης, Χρήστος Πανούσης

Επιστροφή